- μυοτόμιο
- τοβιολ. διαίρεση τού μεσεγχυματικού ιστού που περιβάλλει τη μεσοβλάστη στο ηλικίας τριών εβδομάδων έμβρυο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myotome (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + -τόμιο < τόμος < τέμνω)].
Dictionary of Greek. 2013.